εξύφανση

εξύφανση
η
το να εξυφαίνει (βλ. λ.) κάποιος κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξύφανση — η η κρυφή, δόλια προετοιμασία κάποιου κακού («εξύφανση συνωμοσίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξύφανσις μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Πανταζή] …   Dictionary of Greek

  • δολοπλοκία — η (AM δολοπλοκία) [δολοπλόκος] εξύφανση δόλων, μηχανορραφία …   Dictionary of Greek

  • πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”